- ἐμβρυοθλάστης
- ἐμβρῠο-θλάστης, ου, ὁ,A instrument to extract a foetus, Gal.19.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβρυοθλάστης — instrument to extract a foetus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβρυοθλάστης — ο (Α ἐμβρυοθλάστης) ο εμβρυοτόμος … Dictionary of Greek
ἐμβρυοθλάστην — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοθλάστῃ — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek